Υπάρχει προοπτική για την Ευρωζώνη;

Γράφει ο διακεκριμένος οικονομολόγος, καθηγητής στο Πανεπιστήμιο του Cincinnati στο Ohio των ΗΠΑ, Δρ. Κωνσταντίνος Γ. Πολυχρονίου.

Τα επίμονα προβλήματα στην Ευρωζώνη έχουν περαιτέρω βαθύνει από την έναρξη της παγκόσμιας ύφεσης του 2008-2009. Τα προβλήματα αυτά έχουν αποκαλύψει τις κρυφές αδυναμίες της οικονομικής σύγκλισης, αδυναμίες που μεταμφιέσθηκαν υπό το πλαίσιο της συνθήκης του Μάαστριχτ του 1992. Το υπάρχον χάσμα μεταξύ των χωρών της Ευρωζώνης έχει δημιουργήσει στην νομισματική ένωση βαθιά αβεβαιότητα, καθώς έχει αποκαλύψει για μία ακόμη φορά τη δύσκαμπτη διαφωνία μεταξύ της βόρειας και νότιας δημοσιονομικής κουλτούρας. Η τρέχουσα σύρραξη στην Μέση Ανατολή, που έχει προκαλέσει την μετακίνηση του πληθυσμού, έχει μεγιστοποιήσει τις επιπτώσεις στα εν λόγω προβλήματα της Ευρωζώνης. Επιπροσθέτως, η γεωπολιτική αβεβαιότητα έχει ενθαρρύνει την αναθεώρηση των υφιστάμενων γεωπολιτικών σχέσεων δημιουργώντας ένα πλαίσιο πολυαρχίας. Η εμπειρία BREXIT αποκάλυψε τι σημαίνει για μία χώρα η παράδοση της εθνικής της κυριαρχίας και οι επιπτώσεις αυτής επί της εθνικής της ταυτότητος, δεδομένου ότι η περιφερειακή σύγκλιση απαιτεί από τα κράτη-μέλη σταδιακά να παραδώσουν την εθνική τους κυριαρχία προκειμένου να ωφεληθούν οικονομικά.Αυτή είναι η Αχίλλειος πτέρνα της αρχιτεκτονικής της περιφερειακής οικονομικής σύγκλισης. Η εμπειρία BREXIT, η οποία σήμανε την έξοδο του Ηνωμένου Βασιλείου από την Ευρωπαϊκή Ένωση, σηματοδότησε την βαθιά ανησυχία του βρετανικού λαού για επικείμενη απειλή επί του εθνικού του χαρακτήρα η οποία προκύπτει από το άνοιγμα των συνόρων και την πιθανή ανεξέλεγκτη εισροή μεταναστών. Επιπλέον, το επιχείρημα της σχετικής απώλειας της εθνικής κυριαρχίας ενισχύεται από την αδυναμία της παρούσης αρχιτεκτονικής της παγκοσμιοποίησης να προστατεύσει εθνικές θέσεις εργασίας και εθνικά εισοδήματα. Οι πολιτικο-οικονομικές επιπτώσεις της BREXIT έχουν υποβαθμίσει την ιδέα της Ευρωπαϊκής Ένωσης δίνοντας σε σκεπτικιστές προηγμένων περιφερειακών εμπορικών συμφωνιών (ΠΕΣ) – advanced Regional Trade Agreements (RTAs)αξιοπιστία στο επιχείρημά τους ότι πολυμεροποιημένες εμπορικές συμφωνίες (multilateralization) είναι προτιμότερες της περιφερειακής σύγκλισης (Regional Trade Agreements).
 
H παρούσα κατάσταση της Ευρωζώνης
Από τις αρχικές δημοσιονομικές οικονομικές αδυναμίες κρατών-μελών της Ευρωζώνης, δηλαδή, της Πορτογαλίας, της Ιταλίας, της Ελλάδος και της Ισπανίας (PIGS) η πρόοδος για τη γεφύρωση των δημοσιονομικών διαφωνιών και της δυσαρμονίας μεταξύ των βορείων και νοτίων χωρών της Ευρωζώνης υπήρξε ανεπαρκής σε σαφήνεια, προσανατολισμό και αποτελεσματικότητα. Θα μπορούσαμε να ισχυρισθούμε ότι η συμμετοχή του ΔΝΤ στα εν λόγω οικονομικά προβλήματα της Ευρωζώνης ήταν απερίσκεπτη καθώς κατέδειξε την αδυναμία ή την απροθυμία του Γιουρογκρούπ(Eurogroup) να χειριστεί και να διαχειριστεί αποτελεσματικά τα προβλήματα των προαναφερθέντων κρατών-μελών.Επί του παρόντος, αξιολογώντας το πρόσφατο προγράμμα οικονομικής προσαρμογής της Ελλάδος,το Γιουρογκρούπ αναγνώρισε την Ελληνική πρόοδο, αλλά έχει κατηγορηματικά αρνηθεί να εξετάσει την προοπτική για τη μακροπρόθεσμη ανακούφιση του Ελληνικού δημόσιου χρέους, αναγκάζοντας την Ελληνική οικονομία να παραμένει σε ύφεση. Ταυτόχρονα το ΔΝΤ, το οποίο έχει εδώ και αρκετό καιρό ταχθεί υπέρ της αναδιάρθρωσης του δημόσιου χρέους της Ελλάδος καθιστώντας το βιώσιμο κι’ έτσι δίδοντας την ευκαιρία στο Ελληνικό Δημόσιο να αναζητήσει χρηματοδότηση από τις αγορές, έχει ζητήσει από την Ελλάδα να επωμισθεί ένα 10-ετές πακέτο πρόσθετων οικονομικών μεταρρυθμίσεων τις οποίες το Γιουρογκρούπ δεν φαίνεται να θεωρεί απαραίτητες.Προφανώς υπάρχει βαθιά διαφωνία μεταξύ του Γιουρογκρούπ και του ΔΝΤ για το πώς θα συνεχιστούν εφεξής οι Ελληνικές οικονομικές μεταρρυθμίσεις στους τομείς Εργασίας, Αγοράς και Ξένων επενδύσεων (foreign direct investment – FDI). Αυτό αυξάνει το επίπεδο της αβεβαιότητoς στο εσωτερικό της Ευρωζώνης και περιορίζει την προοπτική της Ελλάδος να αποκτήσει πρόσβαση στις αγορές. Επιπλέον, η δέσμευση της Ελλάδος να τηρήσει τις δημοσιονομικές της υποχρεώσεις στην Ευρωζώνη σημαίνει ότι πρέπει να επιτύχει δημοσιονομικό πρωτογενές πλεόνασμα της τάξεως του 3,5% του ΑΕΠ μέχρι το 2018. Το μειονέκτημα αυτής της πολιτικής του Eurogroup είναι ότι το πλεόνασμα του 3,5% του ΑΕΠ, υπό συνθήκας ύφεσης,θα προέλθει από υψηλότερη φορολογία που θα καταστείλει περαιτέρω την κατανάλωση και θα παρεμποδίσει την οικονομική ανάπτυξη, καθιστώντας την εν λόγω στρατηγική εξ ορισμού αυτοκαταστροφική.Παράλληλα, η Ελλάδα καλείται να εφαρμόσει μεταρρυθμίσεις που θα συμβάλουν στην αύξηση της παραγωγικότητος και της ανταγωνιστικότητος της αγοράς.

Ποίο θα μπορούσε να είναι το μέλλον της Ευρωζώνης;
Όσον αφορά στην αξιοπιστία της Ευρωζώνης, την οικονομική κρίση του 2010, θα 'πρεπε να την έχει χειριστεί το Ευρωπαϊκό Ταμείο Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας (EFSF), μην επιτρέπονταςστο ΔΝΤ να εισέλθει στις οικονομικές υποθέσεις της Ευρωζώνης. Η δημιουργία του Ευρωπαϊκού Μηχανισμού Σταθερότητας (ΕΜS) το 2012 ενίσχυσε περαιτέρω τη δέσμευση της Ευρωζώνης και της έδωσε την δυνατότητα να χειριστεί την κρίση στην περιοχή της. Το νεοσυσταθέν Ευρωπαϊκό Δημοσιονομικό Συμβούλιο θα 'πρεπε να είχε συσταθεί όχι μόνο για τον περιορισμό των επιπτώσεων δημοσιονομικής αταξίας, αλλά και για να βοηθήσει στην προώθηση της δημοσιονομικής ενοποίησης κάνοντάς την όχι μόνο εφικτή, αλλά και βιώσιμη. Λαμβάνοντας υπόψη τις βαθιές διαφορές στις κοινωνικές αξίες και φιλοσοφίες μεταξύ των βορείων και νοτίων χωρών της Ευρωζώνης, διαφορές που επιβράδυναν τη μετατροπή της Ευρωπαϊκής Οικονομικής Κοινότητος από την υπογραφή της Συνθήκης της Ρώμης το 1957 στην Οικονομική Ένωση με την υπογραφή της συνθήκης του Μάαστριχτ το 1992, σε συνδυασμό με τα τρέχοντα γεγονότα, όπως η BREXIT και το κύμα του εθνοκεντρισμού που απειλεί κράτη-μέλη όπως η Ιταλία και η Γαλλία φαίνεται εύλογο να καταγράψουμε τα ακόλουθα σενάρια όσον αφορά στο πως η Ευρωζώνη θα μπορούσε να προχωρήσει στο εξής.

Σενάριο Α - Ευρωζώνη Βαθμίδων
Αυτό το σενάριο εξετάζει την διάσπαση της Ευρωζώνης σε δύο βαθμίδες, Α και Β. Η Α βαθμίδα θα περιλαμβάνει χώρες που έχουν αρχικά υιοθετήσει και αξιόπιστα εφαρμόσει κοινές δημοσιονομικές πολιτικές. Για παράδειγμα, χώρες όπως η Ολλανδία, η Γερμανία, το Λουξεμβούργο, και άλλες που έχουν δείξει με συνέπεια ή έχουν την τάση για μεγαλύτερη δημοσιονομική συμμόρφωση με τα κριτήρια της συνθήκης του Μάαστριχτ θα πρέπει να περιλαμβάνονται στην βαθμίδα Α της Ευρωζώνης. Στην Β βαθμίδα της Ευρωζώνης θα πρέπει να περιλαμβάνονται χώρες των οποίων η δημοσιονομική συμπεριφορά έχει υστερήσει και η οποία θα πρέπει να αναδομηθεί προκειμένου να αναβαθμιστεί η δημοσιονομική τους αποτελεσματικότητα πριν από την είσοδό τους στην Α βαθμίδα.Για παράδειγμα, χώρες όπως η Αυστρία, η Ιρλανδία, η Γαλλία και άλλες έχουν δείξει λιγότερη πειθαρχία όσον αφορά στην υιοθέτηση και εφαρμογή των ενδεδειγμένων από την συνθήκη του Μάαστριχτ δημοσιονομικών κανόνων. Γενικά, όμως, στις χώρες και των δύο ως άνω βαθμίδων κυριαρχεί τεχνοκρατική κουλτούρα (regulative) που επικεντρώνεται σε οικονομικούς στόχους και, συνεπώς, οι εν λόγω χώρες είναι πιο κατάλληλες, πιο εξειδικευμένες και σε ιδανικότερη θέση για να επιτύχουν την εναρμόνιση των δημοσιονομικών πολιτικών τους και να συμφωνήσουν σε θέματα προϋπολογισμού.

Σενάριο Β - Προκαταρκτική Περίοδος
Η Προκαταρκτική Περίοδος αφορά σε περίοδο 10 ετών κατά την οποία τα κράτη-μέλη που φιλοδοξούν να ενταχθούν είτε στην βαθμίδα Β είτε στην βαθμίδα Α θα έχουν την ευκαιρία να προπαρασκευαστούν όσον αφορά στην εφαρμογή δημοσιονομικών πολιτικών που θα τις βοηθήσουν να εναρμονίσουν τους δημοσιονομικούς τους στόχους με εκείνους των χωρών στις ως άνω βαθμίδες. Για παράδειγμα, χώρες όπως η Κύπρος, Ιταλία, η Ισπανία, η Ελλάδα, η Πορτογαλία και άλλες συστηματικά αποκλίνουν από την δημοσιονομική πολιτική την οποία διευκρινίζει η συνθήκη του Μάαστριχτ. Η εν λόγω απόκλιση προκαλεί δυσαρμονία και στέκεται εμπόδιο στην δημιουργία μιάς συνυφασμένης ομοιομόρφου και ομογενούς δημοσιονομικής πολιτικής για όλη την Ευρωζώνη. Η 10ετής δοκιμαστική περίοδος θα δώσει την ευκαιρία στις ως άνω χώρες να αναλογιστούν τις όποιες επιπτώσεις των υπό μελέτη δημοσιονομικών προσαρμογών, καταχωρηθέντων στην συνθήκη του Μάαστριχτ, επί του κοινωνικοοικονομικού χαρακτήρα των λαών τους. Η εν λόγω περίοδος θεωρείται επιτακτική καθότι στο πολιτικο-οικονομικό περιβάλλον των ανωτέρω χωρών κυριαρχεί εμπειρική-πολιτιστική-συμπεριφοριστικήκουλτούρα (cognitive-cultural-behavioral) η οποία επηρεάζει οικονομικούς συσχετισμούς.Οι κυβερνήσεις στις χώρες αυτές αγωνίζονται να εφαρμόσουν τις απαιτούμενες προσαρμογές και οικονομικές μεταρρυθμίσεις εν μέσω μιάςκουλτούρας που είναι προσανατολισμένη στις «σχέσεις» και που σε μεγάλο βαθμό είναι κοινωνικά ανελαστική. Επί του παρόντος, δεδομένης της αστάθειας που απειλείται από τους μετανάστες που εισέρχονται στην Ευρωπαϊκή Ένωση, την εμπειρία BREXIT, την βραδεία οικονομική ανάπτυξη στην Ευρωζώνη, την συνεχιζόμενη ύφεση στις περισσότερες από τις χώρες της νότιας πτέρυγας της Ευρωζώνης και το διαρκώς αναπτυσσόμενο συναίσθημα εναντίον της Ευρωζώνης, καθίσταται επιτακτική η αλλαγή της στρατηγικής της Ευρωζώνης η οποία πρέπει να είναι αποφασιστική όσον αφορά στην ανακούφιση του ελληνικού δημόσιου χρέους.Μία φαινομενικά βέλτιστη λύση για την Ευρωζώνη θα ήταν να μετριάσει τα μέτρα λιτότητας που επιβλήθηκαν στην Ελλάδα, επιτρέποντας την οικονομία της να εξέλθη από την επταετή ύφεση, και να καθοδηγήσει τις προσπάθειές της για την εφαρμογή των απαιτούμενων δημοσιονομικών προσαρμογών. Εναλλακτικά, δοθείσης της κοινωνικής κουλτούρας της Ελλάδος η οποία φαίνεται να αντιστέκεται στα κριτήρια της περιφερειακής σύγκλισης, δηλαδή, την αραίωση πολιτισμικών αξιών, την αποκέντρωση της εθνικής της εξουσίας και την επιτέλεσή της από διασυνοριακά υπερεθνικά κέντρα όπως οι Βρυξέλλες, η βέλτιστη επιλογή για την Ελλάδα, η οποία θα έπρεπε να είχε γίνει το 2010, θα ήταν η έξοδός της (Grexit) από την Ευρωζώνη και η επιστροφή της στην δραχμή ως εθνικό της νόμισμα.

Σε κάθε περίπτωση, το πείραμα της Ευρωπαϊκής Ένωσης και ιδίως της Ευρωζώνης απεκάλυψε τις αδυσώπητες προκλήσεις της περιφερειακής οικονομικής σύγκλισης, τις εθνοκεντρικές απειλές και τον προβληματικό στόχο της Πολιτικής Ένωσης (PU), καθώς λιγότερο ανεπτυγμένες, λιγότερο ανταγωνιστικές οικονομίες προσπαθούν να συγκλίνουν ανταγωνιζόμενες στο πλαίσιο κοινού νομίσματος περισσότερον ανεπτυγμένες, περισσότερον ανταγωνιστικές οικονομίες.
Εκτύπωση